κοινολόγηση

κοινολόγηση
[-ις (-εως)], κοινολόγία η обнародование; разглашение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοινολόγηση" в других словарях:

  • κοινολόγηση — η δημοσίευση, κοινοποίηση, γνωστοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής] …   Dictionary of Greek

  • κοινολόγηση — η διάδοση, κοινοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάδοση — η (AM διάδοσις) μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση νεοελλ. ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση αρχ. 1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα 2. επικοινωνία 3. ανταλλαγή …   Dictionary of Greek

  • διαλάλημα — το (Μ διαλάλημα) [διαλαλώ] 1. διάδοση, φήμη, κοινολόγηση 2. το διαλαλούμενο, το αναγγελλόμενο 3. διαπόμπευση, διασυρμός …   Dictionary of Greek

  • διαλάληση — η (Α διαλάλησις, εως) [διαλαλώ] 1. γνωστοποίηση με κήρυκα, κοινολόγηση 2. διασυρμός, διαπόμπευση 3. διάδοση μυστικού αρχ. λόγος εκφερόμενος σε δημόσιο χώρο …   Dictionary of Greek

  • εκφοίτησις — ἐκφοίτησις, η (Α) διάδοση, γνωστοποίηση, κοινολόγηση …   Dictionary of Greek

  • εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… …   Dictionary of Greek

  • κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» …   Dictionary of Greek

  • πυθαγόρεια σχολή — Μια από τις σπουδαιότερες φιλοσοφικές σχολές της αρχαίας Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Πυθαγόρα και έζησε πάνω από δέκα αιώνες, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και περιόδους κατάπτωσης. Μεταξύ των άμεσων μαθητών του Πυθαγόρα, των λεγόμενων… …   Dictionary of Greek

  • διαλάλημα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαλαλώ, η διάδοση με τρόπο στομφώδη, η κοινολόγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινοποίηση — η γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινολόγηση: Έγινε κοινοποίηση του εγγράφου σ όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»